- ευθύσκοπος
- -η, -ο και ευθυσκόπος, -ο (Α εὐθυσκόπος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που σκοπεύει κατευθείαν2. αυτός που βάλλει, που χτυπάει εύστοχα («ευθύσκοπο όπλο»)αρχ.αυτός που βλέπει κατευθείαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ-* + -σκόπος < σκόπος < σκέπτομαι «ρίχνω το βλέμμα»].
Dictionary of Greek. 2013.